ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΣΤΟ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΟΥΝ Ε.Ε.Α. ΚΑΙ ΓΣΕΒΕΕ (22-23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023 ΣΤΟ ΩΔΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ)
Κυρίες και Κύριοι,
Σας καλωσορίζουμε με χαρά στο ευρωπαϊκό συνέδριο για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Ένα συνέδριο, που φέρνει στο επίκεντρο τη μικρή επιχείρηση και τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει, σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον.
Θα μου επιστρέψετε να ξεκινήσω τον χαιρετισμό μου με μία αναφορά σε γεγονότα που μας συγκλόνισαν όλους και που έχουν άμεση σχέση με όλα όσα θα συζητήσουμε αυτό το διήμερο.
Το φετινό καλοκαίρι η χώρα μας βίωσε με δραματικό τρόπο τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, αρχικά με τις πυρκαγιές και στη συνέχεια με τις πρωτοφανείς βροχοπτώσεις και τις πλημμύρες.
Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, αγροτική παραγωγή, ζωικό κεφάλαιο, υποδομές, είναι τεράστιες.
Και οι οικονομικές συνέπειες είναι ήδη επώδυνα ορατές, όχι μόνο στις πληγείσες περιοχές – που παραμένουν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης – αλλά και στο σύνολο της πραγματικής οικονομίας.
Ο θεσσαλικός κάμπος ήταν η καρδιά του πρωτογενή τομέα της χώρας. Η καταστροφή που έχει υποστεί θα σημάνει αύξηση του κόστους των προϊόντων που παράγονται εκεί. Βλέπουμε ήδη αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και εκτιμώ ότι θα δούμε κι άλλες ανατιμήσεις, σε μια αγορά που ήδη πλήττεται από την ακρίβεια.
Επιπλέον, το πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος για την ανακούφιση των πληγέντων, σημαίνει λιγότερους πόρους για τη στήριξη των εισοδημάτων και των επιχειρήσεων, ενάντια στον πληθωρισμό.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται, για μια ακόμη φορά, σε δύσκολη θέση.
Κι αυτό πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά.
Αυτή τη στιγμή, δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη 25 εκατομμύρια μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν πάνω από 140 εκατομμύρια εργαζομένους.
Είναι αυτές που αντιπροσωπεύουν το 99% των επιχειρήσεων και παράγουν πάνω από το 50% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που οφείλουν σήμερα και στα επόμενα χρόνια, να πρωταγωνιστήσουν στην προσπάθεια της Ευρώπης για ψηφιακή και πράσινη μετάβαση. Για την οικοδόμηση μιας οικονομίας βιώσιμης, με τεχνολογική αυτοδυναμία και ανθεκτικότητα σε κρίσεις.
Ο ρόλος αυτός πρέπει να αναγνωριστεί και να υποστηριχθεί στην πράξη.
Φέτος συμπληρώνονται 15 χρόνια από την πρωτοβουλία «Small Business Act» – με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε τη σημασία, αλλά και τις διαφορετικές ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Μια πρωτοβουλία που όρισε τις αρχές και το πλαίσιο για την ενδυνάμωση της επιχειρηματικότητας μικρής κλίμακας.
Στο διάστημα που μεσολάβησε – και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια – τόσο η Ευρώπη όσο και οι επιχειρήσεις της, αντιμετώπισαν πρωτόγνωρες προκλήσεις.
o Η πανδημία οδήγησε στη βαθύτερη ύφεση, που γνώρισε η Ευρώπη μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
o Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η επιβολή κυρώσεων και η ενεργειακή κρίση που ακολούθησε, ήρθαν να δοκιμάσουν τις ήδη εξαντλημένες αντοχές των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
o Η μάχη ενάντια στον πληθωρισμό, συνοδεύεται εδώ και ένα χρόνο από πρωτόγνωρες επιτοκιακές αυξήσεις στην ιστορία του κοινού νομίσματος.
o Η σύσφιξη των δημοσιονομικών κανόνων στην ευρωζώνη περιορίζει τις δυνατότητες των κρατών να παρέμβουν για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας.
o Η κλιματική κρίση και η γεωπολιτική αστάθεια δημιουργούν νέους κινδύνους και αβεβαιότητες. Την ίδια ώρα η εξέλιξη της τεχνολογίας και η ανάγκη για ενεργειακή μετάβαση αλλάζουν τους όρους του ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν την επιλογή να παραμείνουν στάσιμες.
Χρειάζεται να τρέξουν για να προλάβουν το τρένο της ψηφιοποίησης, να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους, να μειώσουν το κόστος τους, να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητα προϊόντων και υπηρεσιών.
Χρειάζεται να προχωρήσουν στην πράσινη μετάβαση για να θωρακιστούν απέναντι σε ενεργειακές κρίσεις και να περιορίσουν το ενεργειακό κόστος τους.
Πρόκειται για μια προσπάθεια, οι οποία απαιτεί τρία πράγματα:
o Πόρους για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.
o Κατάλληλες δεξιότητες.
o Σταθερό και ευνοϊκό ρυθμιστικό περιβάλλον.
Σε κάθε ένα από αυτά τα μέτωπα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες.
Σήμερα, περίπου το 80% των μικρομεσαίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν την αναγκαία για την ανάπτυξή τους χρηματοδότηση.
Η αύξηση των επιτοκίων έχει άμεση επίπτωση στην ρευστότητά τους, καθώς ανεβάζει το κόστος χρηματοδότησης των δανείων τους, ενώ και η πρόσβαση σε δανεισμό για νέες επενδύσεις γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Πέρα από την έλλειψη πόρων, πρόβλημα αποτελεί για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις η έλλειψη ικανής τεχνογνωσίας, ώστε να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν στρατηγικές για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Η δυσκολία εξεύρεσης προσωπικού με κατάλληλες δεξιότητες είναι επίσης ένα πρόβλημα, που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν εδώ και δεκαετίες.
Πρέπει να πούμε, επίσης, ότι στο πλαίσιο της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, το ρυθμιστικό περιβάλλον γίνεται περισσότερο πολύπλοκο και απαιτητικό για τη μικρομεσαία επιχείρηση.
Τα τελευταία χρόνια έχουν εφαρμοστεί νέοι κανονισμοί: για την κυβερνοασφάλεια, την προστασία δεδομένων κ.ά. νέες προδιαγραφές στην παραγωγή, πράσινες δημόσιες συμβάσεις κ.λπ.
Πρόκειται για ρυθμίσεις που υπηρετούν μεν τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο δημιουργούν δυσανάλογα μεγάλο κόστος συμμόρφωσης για τις μικρότερες επιχειρήσεις.
Και επιτρέψτε μου, με την ευκαιρία αυτή, μια επισήμανση: η νέα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, μπορεί να μην αφορά άμεσα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ωστόσο υπάρχει βάσιμη ανησυχία ότι θα δημιουργήσει πρόσθετα εμπόδια και απαιτήσεις, στην προσπάθειά τους να αντλήσουν πόρους από τις τράπεζες ή να ενταχθούν σε εφοδιαστικές αλυσίδες.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όλα αυτά τα προβλήματα είναι θα έλεγα ακόμη πιο οξυμένα.
Στη χώρα μας, είναι ακόμη πιο κρίσιμη η συμβολή των μικρομεσαίων – αλλά και των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων – στην οικονομία και στην απασχόληση.
Οι μικρομεσαίοι συνεισφέρουν στην απασχόληση κατά 81,8% έναντι 64,4% στην Ε.Ε.-27.
Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις αποτελούν το 92,7% του συνόλου και απασχολούν τα δύο τρίτα του ελληνικού εργατικού δυναμικού. Συμβάλουν κατά 67,2% στην απασχόληση, έναντι 48,5% στην ΕΕ-27.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παράγουν το 61,6% της προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία ενώ ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 51,8%.
Οι επιχειρήσεις αυτές συγκροτούν ουσιαστικά τη ραχοκοκκαλιά της οικονομίας και της απασχόλησης στην Ελλάδα.
Πέρα δε από τις εξωτερικές κρίσεις των τελευταίων ετών – έχουν περάσει και από μια δεκαετή περίοδο βαθιάς ύφεσης, κατά την οποία το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε κατά 25%.
Η πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ήδη από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, προκύπτει σταθερά ως το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν.
- 7 στις 10 μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
- Οι ελληνικές μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εκφράζουν σταθερά υψηλό φόβο απόρριψης της αίτησής τους για χορήγηση τραπεζικού δανείου – πολύ περισσότερο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Ακόμα και στις περιπτώσεις των λίγων μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση, τα επιτόκια δανεισμού είναι ιδιαίτερα υψηλά στην Ελλάδα, τόσο σε σχέση με τα επιτόκια δανεισμού των μεγάλων επιχειρήσεων, όσο και σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε. και της ευρωζώνης.
Η αδυναμία ανεύρεσης των απαιτούμενων κεφαλαίων οδηγεί στην απόφαση για μη υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων.
Οι συγχρηματοδοτούμενες δράσεις, που προκηρύσσονται στο πλαίσιο των οριζόντιων και περιφερειακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, είναι εδώ και χρόνια το μόνο ουσιαστικό εργαλείο για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας μικρής κλίμακας στην Ελλάδα.
Όμως και πάλι, η συμμετοχή των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε αυτές τις δράσεις συναντά πληθώρα προβλημάτων και αδυναμιών.
Όπως έχουν δείξει τα μέχρι τώρα απολογιστικά στοιχεία του ΕΠΑνΕΚ για το ΕΣΠΑ 2014 – 2020, ένα πολύ μικρό ποσοστό, μόλις 2,8% των ελληνικών ΜμΕ, κατάφερε να έχει πρόσβαση στις δράσεις διευκόλυνσης του ΤΕΠΙΧ ΙΙ.
Οι παράγοντες που ευθύνονται για τη χαμηλή συμμετοχή των μικρών επιχειρήσεων, έχουν επισημανθεί επανειλημμένα.
o Έχουμε αξιολόγηση των επενδυτικών προτάσεων με αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία αποκλείουν μεγάλο αριθμό πολύ μικρών επιχειρήσεων.
o Έχουμε χαμηλό βαθμό ευελιξίας και γραφειοκρατικές διαδικασίες, στις οποίες οι μικρές επιχειρήσεις δεν έχουν τις τεχνικές ικανότητες να ανταποκριθούν.
o Έχουμε, επίσης, κενό πληροφόρησης των επιχειρήσεων ως προς τις συγχρηματοδοτούμενες δράσεις και τις προσκλήσεις που προκηρύσσονται. Υπάρχει πληθώρα αρμόδιων φορέων, που προκηρύσσουν πολλές διαχειριστικές αρχές, υπουργεία, περιφέρειες κ.λπ.
Έχουμε, όμως, και το γεγονός ότι στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος των συγχρηματοδοτούμενων δράσεων, αφορά τη διοχέτευση δανειακών κεφαλαίων από τις τράπεζες.
Μέχρι σήμερα όμως η πολιτική των τραπεζών εστιάζει στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων, που πληρούν αυστηρά τραπεζικά κριτήρια ή μπορούν να παρέχουν υψηλές εξασφαλίσεις.
Αυτά τα κριτήρια εφαρμόζονται και στην υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων. Με αποτέλεσμα να επωφελούνται αποκλειστικά σχεδόν οι λεγόμενες bankable επιχειρήσεις – εκείνες δηλαδή οι ελάχιστες, οι οποίες ούτως ή άλλως θα είχαν πρόσβαση σε κεφάλαια.
Τα προβλήματα αυτά φαίνεται να συνεχίζονται και στη νέα προγραμματική περίοδο. Έτσι όπως είναι δομημένα τα προγράμματα του νέου ΕΣΠΑ, μόλις το 6,5% των μικρών επιχειρήσεων μπορεί να τύχει χρηματοδότησης.
Έχουμε, επίσης, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία.
Ωστόσο, με βάση το μέχρι τώρα σχεδιασμό, η ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα.
Θα έλεγε κανείς ότι στη φιλοσοφία του Ελλάδα 2.0 η μικρής κλίμακας επιχειρηματικότητα αντιμετωπίζεται περισσότερο ως παθογένεια της ελληνικής οικονομίας.
Γι’ αυτό και παρουσιάζονται ως μοναδική επιλογή επιβίωσης οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις.
Πρόκειται για μια προσέγγιση που δεν λαμβάνει υπόψη ούτε το μείζονα ρόλο της μικρής επιχειρηματικότητας στην παραγωγή και την απασχόληση, ούτε τις ιδιαιτερότητες και τις δυνατότητές της, ανά κλάδο.
Αυτό που λέμε, ουσιαστικά, στις μικρές επιχειρήσεις είναι ότι αν θέλουν να έχουν πρόσβαση σε εργαλεία χρηματοδότησης, πρέπει πρώτα να πάψουν να είναι μικρές.
Αυτή η στρατηγική δεν έχει πολλές πιθανότητες να επιτύχει.
Η προσπάθεια για μετασχηματισμό της ελληνικής – όπως και της ευρωπαϊκής – οικονομίας, δεν μπορεί να προχωρήσει με τις μικρές επιχειρήσεις στο περιθώριο.
Η ανάπτυξη που χρειαζόμαστε πρέπει να έχει δυναμισμό, αλλά και διάρκεια. Πρέπει να είναι δίκαιη και συνεκτική. Να δημιουργεί ευκαιρίες και οφέλη για τους πολλούς και όχι μόνο για λίγους.
Για να μπορέσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αναλάβουν το ρόλο που τους αναλογεί στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της Ευρώπης, θα πρέπει να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες τους.
Το πρώτο και άμεσο ζητούμενο είναι να καταπολεμήσουμε αποτελεσματικότερα τον πληθωρισμό, ώστε να μπορέσουν να χαμηλώσουν τα επιτόκια. Αυτή είναι η πιο άμεση μάχη που πρέπει να δώσουμε, για να βελτιωθεί η τρέχουσα κατάσταση.
Από εκεί και πέρα, πρέπει να παραμείνει ξεκάθαρο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι οι ΜμΕ χρειάζονται ειδική μεταχείριση, προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές, τόσο στην εθνική όσο και στην παγκόσμια αγορά.
Εντός των επόμενων εβδομάδων αναμένουμε το SME Relief Package – το οποίο έχει δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες στον επιχειρηματικό κόσμο.
Αυτό που αναμένουμε, είναι μια δέσμη μέτρων, που θα δώσουν ανάσα και ώθηση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αναμένουμε να ενισχυθεί η ροή πόρων και χρηματοδοτικών εργαλείων προς τις μικρές επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν στην ψηφιακή και πράσινη μετάβαση.
Αναμένουμε να αυξηθούν οι πόροι για προγράμματα χρηματοδότησης στο πλαίσιο του Invest EU.
Αναμένουμε από τα κράτη να κάνουν το ίδιο, στο πλαίσιο των εθνικών προγραμμάτων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.
Πηγή: eea.gr